Με όνομα… βαρύ σαν ιστορία, η Μαρίνα Μάλκοβιτς συνεχίζει επιτυχώς την προπονητική πορεία που χάραξε πριν από πολλά χρόνια ο διάσημος πατέρας της στην οικογένεια.
Η κόρη του γνωστού μας από το επιτυχημένο πέρασμά του από τον Παναθηναϊκό (και όχι μόνο), Μπόζινταρ Μάλκοβιτς (26/9/1981) μας συστήνεται μιλώντας, μεταξύ άλλων, για τον… επαναστατικό τρόπο με τον οποίο το μήλο έπεσε κάτω απ’ τη μηλιά και για τις αναμνήσεις της από τη χώρα μας.
Έγινες προπονήτρια λόγω του πάτερα σου; Σε επηρέασε στην απόφασή σου;
Όχι! Ο πατέρας μου δεν είναι ο τύπος του ανθρώπου που θα ανακατευτεί στα ζητήματα των παιδιών του, ούτε κι ο δικός μου να ακούω τι μου λένε οι άλλοι να μην κάνω (γέλια)! Όταν αποφάσισα ότι θα γίνω προπονήτρια, στεναχωρήθηκε πολύ! Ανησυχούσε για την υγεία μου επειδή ήμουν πολύ μικρή, γυναίκα και επειδή ακριβώς γνώριζε πολύ καλά το επάγγελμα και την πίεση που έχει. Σκέψεις και συναισθήματα φυσιολογικά, που αισθάνεται κάθε γονιός όταν πρόκειται για το μέλλον του παιδιού του.
Είναι δύσκολο να είσαι το παιδί ενός διάσημου προπονητή ή αυτό σε βοήθησε κάποιες φορές στη δουλειά σου;
Είναι δύσκολο, κάτι που θα σου έλεγαν όλοι όσοι είναι παιδιά ενός διάσημου γονέα σε οποιοδήποτε τομέα. Ποτέ δεν ήθελα να αναφέρεται αυτό στη δουλειά μου. Ούτε να το χρησιμοποιώ σαν άλλοθι ή για να με βοηθήσει με οποιοδήποτε τρόπο. Φαντάσου ότι ο πατέρας μου δεν παρακολουθεί τα παιχνίδια των ομάδων μου ή προπονήσεις, εκτός από 2-3 τελικούς που έχει δει, γιατί ούτε εκείνος ούτε εγώ το θέλουμε. Στην αρχή της καριέρας μου άκουγα να αναφέρονται συχνά σε μένα ως «η κόρη του Μάλκοβιτς» αλλά στη συνέχεια κέρδισα μέσα από τη δουλειά μου το σεβασμό και τώρα αυτή η φράση ακούγεται πολύ λιγότερο, ειδικά στη Σερβία.
Ο πατέρας σου δούλεψε στην Ελλάδα και τον Παναθηναϊκό για δύο σεζόν (1995-1997). Ποιες είναι οι αναμνήσεις σου από εκείνα τα χρόνια;
Όχι μόνο εγώ αλλά όλη η οικογένειά μου έχουμε τις καλύτερες αναμνήσεις από την παραμονή μας στην Ελλάδα. Μετά το Βελιγράδι, το Παρίσι και την Αθήνα τις θεωρώ «δικές» μου πόλεις, έχω πολύ δυνατές αναμνήσεις από αυτές. Σέβομαι πολύ τους Έλληνες γιατί ξέρουν από μπάσκετ, όπως και οι Σέρβοι, κι αυτό είναι πολύ σπάνιο. Ήταν επίσης μεγάλη τιμή μου ότι είχα προπονήτρια στο αμερικάνικο κολέγιο την Άννυ Κωνσταντινίδου, μία από τις καλύτερες Ελληνίδες παίκτριες όλων των εποχών. Γενικά προσπαθώ να παρακολουθώ και να μαθαίνω τι συμβαίνει στο ελληνικό μπάσκετ, αντρικό και γυναικείο. Ξέρω ότι υπάρχουν πολλά προβλήματα, όπως και στη Σερβία.
Έχεις κάποιον προπονητή σαν πρότυπο, κάποιον που θαυμάζεις;
Ποτέ δεν είχα είδωλα, δεν είναι του στυλ μου. Μου αρέσει να βλέπω τους ανθρώπους να δουλεύουν πολύ σκληρά, είτε είναι παίκτες, είτε προπονητές, είτε γιατροί. Να αγαπούν τη δουλειά τους και να δίνουν όλο τους το είναι σε αυτό που κάνουν. Είναι ωραίο ο καθένας να φτιάχνει το δικό του δρόμο. Αυτό που πάντα λέω είναι «να δουλεύεις σκληρά, για να γίνεσαι καλύτερος».
Ποια είναι η φιλοσοφία σου σαν κόουτς; Τι στυλ μπάσκετ θέλεις να παίζουν οι ομάδες σου;
Είμαι ακόμα πολύ νέα για να έχω αναπτύξει μια συγκεκριμένη προπονητική φιλοσοφία κι αυτό είναι καλό, γιατί συνεχώς διαμορφώνεις τις ιδέες σου. Πάντως μου αρέσει οι ομάδες μου να παίζουν «καλή άμυνα» (σ.σ. το είπε στα ελληνικά) και να τρέχουν στον αιφνιδιασμό, όπως επιτάσσει το σύγχρονο μπάσκετ.
Εσύ είσαι προπονήτρια στην Παρτιζάν, ενώ ο πατέρας σου έχει κοουτσάρει τον Ερυθρό Αστέρα, δύο ομάδες με μεγάλη αντιπαλότητα. Πειράζει ο ένας τον άλλο σχετικά με αυτό;
Είναι σαν το Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός. Ο αδερφός μου και ο πατέρας μου είναι Ερυθρός Αστέρας και η μητέρα μου κι εγώ υποστηρίζουμε την Παρτιζάν. Συμβαίνει σε πολλές οικογένειες να είναι… διαιρεμένες όσον αφορά στις ομάδες. Κάνουμε συχνά αστεία ο ένας στον άλλο, έχει πλάκα! Αυτό που λέω στην… αντρική πλευρά της οικογένειας, είναι πως «κανείς δεν είναι τέλειος» (γέλια)!
Ποια είναι η καλύτερη στιγμή της μέχρι τώρα προπονητικής σου καριέρας;
Πάντα για τον πρώτο τίτλο έχεις ξεχωριστά συναισθήματα. Ήταν το Κύπελλο Σερβίας το 2007, με την Χέμοφαρμ, το οποίο κατακτήσαμε στην πόλη του Σούμποτιτς. Και φυσικά η κατάκτηση του πρωταθλήματος με την Παρτιζάν το 2010, μετά από τόσα πολλά χρόνια (σ.σ. από το 1986).
EXTRA TIP
Ο πατέρας της την συμβουλεύει στα προπονητικά θέματα; Όπως είχε πει σε παλιότερη συνέντευξή της, «αν τον ρωτήσω κάτι, μου λέει την γνώμη του αλλά η απόφαση είναι πάντα δική μου. Σπάνια βλέπει τα παιχνίδια μου. Όταν κέρδισα τον πρώτο μου τίτλο, το Κύπελλο με την Χέμοφαρμ, εκείνος ήταν έξω από το γήπεδο. Και στον τελευταίο τελικό του πρωταθλήματος απέναντι στην Παρτιζάν καθόταν στο πάρκινγκ και μπήκε μέσα μόνο στα τελευταία λεπτά, όταν τον ενημέρωσαν ότι κερδίζαμε με 20 πόντους διαφορά!». Ο ίδιος ο «Μπόζα» έχει αποκαλύψει σχετικά: «Ποτέ δεν της έδωσα την… άδεια να γίνει προπονήτρια και ποτέ δεν το ήθελα. Αλλά εκείνη μου απάντησε πως ούτε εγώ άκουγα τις συμβουλές του πατέρα μου!»
TRIVIA
– Η προπονητική δεν ήταν στο μυαλό της Μαρίνας από μικρή. Έπαιζε μπάσκετ όταν ο πατέρας της ήταν προπονητής στη Γαλλία (Λιμόζ, Ρασίνγκ Παρί) και στην Ελλάδα. Αγωνιζόταν ως γκαρντ και ήταν σκόρερ ολκής. «Τότε δεν σκεφτόμουν καθόλου την προπονητική. Όλα μου τα σχέδια αφορούσαν στην καριέρα μου σαν παίκτρια», έχει πει. Η… στροφή έγινε τη σεζόν 1999-2000, όταν στα 18 της αποφάσισε να αποχωριστεί την οικογένειά της που έμενε στην Ισπανία (ο Μπόζινταρ είχε αναλάβει την Ουνικάχα Μάλαγα) και να επιστρέψει στο Βελιγράδι. «Ήθελα να προσπαθήσω να κάνω κάτι μόνη μου. Σχεδόν από περιέργεια γράφτηκα σε κάποια σεμινάρια προπονητικής, χωρίς καν να το ξέρει ο πατέρας μου, και σιγά-σιγά άρχισα να βλέπω το μπάσκετ από άλλη οπτική».
– Εκτός από το ίδιο… αίμα, ο Μπόζινταρ και η Μαρίνα Μάλκοβιτς έχουν σαν κοινό την ομάδα που έκαναν το προπονητικό τους ντεμπούτο. Η Μαρίνα ξεκίνησε την καριέρα της (το 2001) στην σερβική Usce Novi Beograd, μια μικρή ομάδα του Βελιγραδίου που είχε ιδρύσει ο «Μπόζα» και η οποία αποτέλεσε την αφετηρία της διαδρομής του στους πάγκους (1971-1979).
– Οι διακρίσεις δεν άργησαν να έρθουν για τη Μαρίνα. Μέσα σε έξι χρόνια ανέβασε την Usce σταδιακά στην πρώτη κατηγορία της Σερβίας (2006-2007). Η δουλειά της προσέλκυσε το ενδιαφέρον της Χέμοφαρμ, που θεωρείται η μεγαλύτερη δύναμη του σέρβικου γυναικείου μπάσκετ και η… μεταγραφή ήταν γεγονός. Με τους «πορτοκαλί» κατέκτησε δύο συνεχόμενα νταμπλ στην Σερβία (2007-2008 χωρίς ήττα στο πρωτάθλημα και 2008-2009) ενώ τη δεύτερη σεζόν η ομάδα έφτασε μέχρι τους «8» του EuroCup. Επόμενος σταθμός της ήταν το καλοκαίρι του 2009 η Παρτιζάν, ομάδα που υποστήριζε από μικρή. «Λίγοι μπόρεσαν να καταλάβουν την απόφασή μου να φύγω από έναν σύλλογο όπως η Χέμοφαρμ. Όμως η Παρτιζάν ήταν πρόκληση για μένα», είχε δηλώσει.
– Η πρώτη της σεζόν (2009-2010) στην ομάδα της καρδιάς της ήταν ονειρεμένη. Την οδήγησε στην κατάκτηση του πρωταθλήματος μετά από 16 χρόνια, εκθρονίζοντας μάλιστα την… πρώην της, Χέμοφαρμ (2-0 στους τελικούς). Κάτι που συνέβη και τα δύο επόμενα χρόνια (2011, 2012). Συνολικά, η Μάλκοβιτς μετρά «5 στα 5» πρωταθλήματα από τη σεζόν 2007-08 (δύο με Χέμοφαρμ και τρία με την Παρτιζάν)!
– Επί πέντε χρόνια (2008, 2009, 2010, 2011, 2012) το Eurobasket.com της απένειμε τον τίτλο της «Προπονήτριας της Χρονιάς» στη Σερβία.
– Εκτός από τις συλλογικές διακρίσεις, έχει γευτεί την επιτυχία και σε εθνικό επίπεδο. Τον Ιούλιο του 2005 ήταν βοηθός του Ζόραν Σίβιγια στην Εθνική Νεανίδων που κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα που έγινε στην Τυνησία.
Συντάκτης: Δέσποινα Λάππα
Πηγή: Cobrasports.gr